κακολογώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
(18)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κακολογῶ, -έω) [[κακολόγος]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[λέγω]] άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά [[λόγια]] για κάποιον, [[υβρίζω]], βλασφημώ, [[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]], [[διαβάλλω]] κάποιον «ὁ κακολογῶν [[πατέρα]] αὐτοῡ ἢ [[μητέρα]] αὐτοῡ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[λέγω]] κακούς λόγους, [[προφέρω]] βλασφημίες, κατηγορίες («ἐάν... αἰτίας καὶ βλασφημίας λέγη και κακολογῆ», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=(AM κακολογῶ, -έω) [[κακολόγος]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[λέγω]] άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά [[λόγια]] για κάποιον, [[υβρίζω]], βλασφημώ, [[κατηγορώ]], [[συκοφαντώ]], [[διαβάλλω]] κάποιον «ὁ κακολογῶν [[πατέρα]] αὐτοῦ ἢ [[μητέρα]] αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[λέγω]] κακούς λόγους, [[προφέρω]] βλασφημίες, κατηγορίες («ἐάν... αἰτίας καὶ βλασφημίας λέγη και κακολογῆ», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM κακολογῶ, -έω) κακολόγος
1. (μτβ.) λέγω άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά λόγια για κάποιον, υβρίζω, βλασφημώ, κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον «ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ)
2. (αμτβ.) λέγω κακούς λόγους, προφέρω βλασφημίες, κατηγορίες («ἐάν... αἰτίας καὶ βλασφημίας λέγη και κακολογῆ», Δημοσθ.).