λαγγών: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(22)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγγών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[έμπορος]], [[πραματευτής]], [[μεταπράτης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῡ ἀγῶνος καὶ φόβου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαγγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγγάζω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φαγ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=[[λαγγών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[έμπορος]], [[πραματευτής]], [[μεταπράτης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαγγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγγάζω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φαγ</i>-<i>ών</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγγών Medium diacritics: λαγγών Low diacritics: λαγγών Capitals: ΛΑΓΓΩΝ
Transliteration A: langṓn Transliteration B: langōn Transliteration C: laggon Beta Code: laggw/n

English (LSJ)

ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου, EM554.15.    II trader, merchant, Cyr.

Greek Monolingual

λαγγών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ- (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. -ών (πρβλ. φαγ-ών)].