λῶταξ: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(23)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λῶταξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρά) «ὁ λῃστὴς ἢ ὁ [[πόρνος]], ἢ ὁ μύρα ἀλειφόμενος, ἢ ὁ καταδαπῶν ἐν τοῑς αἰσχροῑς τὸν βίον αὐτοῡ ὡς ὁ [[πόρνος]] καὶ ὁ [[ἀνδρόγυνος]] ἢ ὁ [[αὐλητής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=[[λῶταξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρά) «ὁ λῃστὴς ἢ ὁ [[πόρνος]], ἢ ὁ μύρα ἀλειφόμενος, ἢ ὁ καταδαπῶν ἐν τοῑς αἰσχροῑς τὸν βίον αὐτοῦ ὡς ὁ [[πόρνος]] καὶ ὁ [[ἀνδρόγυνος]] ἢ ὁ [[αὐλητής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωτός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῶταξ Medium diacritics: λῶταξ Low diacritics: λώταξ Capitals: ΛΩΤΑΞ
Transliteration A: lō̂tax Transliteration B: lōtax Transliteration C: lotaks Beta Code: lw=tac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A = αὐλητής, Zonar., Eust.344.37.

German (Pape)

[Seite 76] ακος, ὁ, der Flötenbläser, Eust. 344, 35; andere Erkl. giebt noch Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

λῶταξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ καταδαπανῶν ἐν τοῖς αἰσχροῖς τὸν βίον, ὁ πόρνος καὶ ὁ ἀνδρόγυνος, Ἰω. Χρυσ. 11, 99CϏ― ἡ ἑρμηνεία αὐλητής, ἐν Ζωναρ. Λεξ. 1324 καὶ Εὐστ. 344, 35, φαίνεται φαντασιώδης.

Greek Monolingual

λῶταξ, -ακος, ὁ (Α)
(κατά τον Ζωναρά) «ὁ λῃστὴς ἢ ὁ πόρνος, ἢ ὁ μύρα ἀλειφόμενος, ἢ ὁ καταδαπῶν ἐν τοῑς αἰσχροῑς τὸν βίον αὐτοῦ ὡς ὁ πόρνος καὶ ὁ ἀνδρόγυνος ἢ ὁ αὐλητής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ)].