φαντασιώδης
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A fantastic, πτοῖαι Philostr.VA7.14; unreal, imaginary, Dam.Pr.7.
2 φ. ὕπνοι troubled by dreams, Gal.1.361 (Comp.); of persons, φ. τοῖς ὀνείρασιν ib.327.
II showy, pompous, of persons, Vett.Val.39.1; δόξα ib.355.12; ἔνδυμα EM506.47, Suid. s.v. κεστός. Adv. φαντασιωδῶς, Eust. 1699.35.
German (Pape)
[Seite 1255] ες, Erscheinungen, Einbildungen ähnlich, reich daran, Eustath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαντᾰσιώδης: (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φαντασίας, πλήρης αὐτῶν, Φιλόστρ. 295· φαντασιώδεις τε καὶ θορυβώδεις ὕπνοι Γαλην. τ. 6, σ. 259, 15· ἐν ὕπνοις καὶ φαντασιώδεσι καὶ ταραχώδεσιν ὁ αὐτ. 247, 17. ΙΙ. ἐπιδεικτικός, πομπώδης, «φανταχτερός», φαντασιῶδες ἔνδυμα Ἐτυμ. Μ. 506, 47., Σουΐδ. ἐν λέξ. κεστός. Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1699, 35.
Greek Monolingual
-ες / φαντασιώδης, -ῶδες, ΝΑ φαντασία
1. ο γεμάτος με φανταστικές εικόνες, γεμάτος με αποκυήματα της φαντασίας
2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, φανταστικός, ανύπαρκτος
3. (για πρόσ. και πράγμ.) πομπώδης, φανταχτερός
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, ευφάνταστος
2. υποθετικός.
επίρρ...
φαντασιωδῶς ΜΑ
με φαντασιώδη τρόπο.