σεμνότητα: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(37) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σεμνότης]], -ητος, ΝΑ [[σεμνός]]<br /><b>1.</b> [[σοβαρότητα]], [[ευπρέπεια]], [[αξιοπρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[αιδημοσύνη]], [[ντροπαλότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με θεό) [[ιερότητα]], [[αγιότητα]]<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρέπεια]] («ἡ | |mltxt=η / [[σεμνότης]], -ητος, ΝΑ [[σεμνός]]<br /><b>1.</b> [[σοβαρότητα]], [[ευπρέπεια]], [[αξιοπρέπεια]]<br /><b>2.</b> [[αιδημοσύνη]], [[ντροπαλότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με θεό) [[ιερότητα]], [[αγιότητα]]<br /><b>2.</b> [[μεγαλοπρέπεια]] («ἡ τοῦ τόπου [[σεμνότης]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[επισημότητα]] («παρεχόμενος... ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, [[σεμνότητα]], ἀφθαρσίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (με ειρων. σημ.) επίπλαστη [[σοβαρότητα]], [[σοβαροφάνεια]], [[σεμνοτυφία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 15 February 2019
Greek Monolingual
η / σεμνότης, -ητος, ΝΑ σεμνός
1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια
2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα
αρχ.
1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα
2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῦ τόπου σεμνότης», επιγρ.)
3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, σεμνότητα, ἀφθαρσίαν», Αριστοτ.)
4. (με ειρων. σημ.) επίπλαστη σοβαρότητα, σοβαροφάνεια, σεμνοτυφία.