ὀπτάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(1ba)
(2a)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀπτάζομαι]], [ὄψ]<br />Pass. to be [[seen]], NTest.
|mdlsjtxt=[[ὀπτάζομαι]], [ὄψ]<br />Pass. to be [[seen]], NTest.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὀπτάζομαι''': [[ὀπτός]] [[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτίλος]], [[ὀπτός]]<br />{optázomai}<br />'''See also''': s. [[ὄπωπα]] u. [[ὄσσε]].<br />'''Page''' 2,406
}}
}}

Revision as of 15:30, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτάζομαι Medium diacritics: ὀπτάζομαι Low diacritics: οπτάζομαι Capitals: ΟΠΤΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: optázomai Transliteration B: optazomai Transliteration C: optazomai Beta Code: o)pta/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be seen, LXX Nu.14.14 :—so ὀπτάνομαι, ib. 3 Ki.8.8, UPZ62.32 (ii B. C.), PTeb.24.5 (ii B. C.), Act.Ap.1.3, [Ar.Byz.] Arg.Ar.Pl.4, PMag.Par.1.3033, Corp.Herm.3.2 :—an Act. ὀπταίνω in Eust.069.33.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτάζομαι: Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· οὕτως, ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. αὐτόθι, Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.

Greek Monolingual

ὀπτάζομαι (ΑΜ) [[[οπτός]] (Ι)]
γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῑς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).

Greek Monotonic

ὀπτάζομαι: ή ὀπτάνομαι (ὄψ), Παθ., είμαι ορατός, φαίνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

ὀπτάνομαι, ὀπτός See also: s. ὄπωπα a. ὄσσε.

Middle Liddell

ὀπτάζομαι, [ὄψ]
Pass. to be seen, NTest.

Frisk Etymology German

ὀπτάζομαι: ὀπτός ὀπτάνομαι, ὀπτίλος, ὀπτός
{optázomai}
See also: s. ὄπωπα u. ὄσσε.
Page 2,406