πρηδών: Difference between revisions
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
(2b) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=<b class="b3">πρήθω</b> (<b class="b3">ἐνέπρηθον</b>), <b class="b3">πρηστήρ</b> a.o.<br />See also: s. [[πίμπρημι]]. | |etymtx=<b class="b3">πρήθω</b> (<b class="b3">ἐνέπρηθον</b>), <b class="b3">πρηστήρ</b> a.o.<br />See also: s. [[πίμπρημι]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''πρηδών''': [[πρήθω]] (ἐνέπρηθον), [[πρηστήρ]] u.a.<br />{prēdṓn}<br />'''See also''': s. [[πίμπρημι]].<br />'''Page''' 2,594 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:37, 2 October 2019
English (LSJ)
όνος, ἡ, (πρήθω)
A swelling, Nic.Th.365 (pl.); αἱ τῆς φλεγμονῆς π., of intestinal distension, Aret.CA1.1.
German (Pape)
[Seite 699] όνος, ἡ, Brand, entzündliche Geschwulst, Nic. Ther. 365 u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πρηδών: -όνος, ἡ, (πρήθω) φλόγωσις, φλεγμονή, Νικ. Θηρ. 365, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θραπευτ. 1. 1.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
1. φλεγμονή, πρήξιμο
2. φρ. «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» — λέγεται προκειμένου για εντερική διάταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι + επίθημα -δών, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. σηπε-δών, σπα-δών)].
Frisk Etymological English
πρήθω (ἐνέπρηθον), πρηστήρ a.o.
See also: s. πίμπρημι.
Frisk Etymology German
πρηδών: πρήθω (ἐνέπρηθον), πρηστήρ u.a.
{prēdṓn}
See also: s. πίμπρημι.
Page 2,594