избегать: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[δραπετεύω]], [[φυγγάνω]], [[ἠλασκάζω]], [[ἀλυσκάζω]], [[ὑπαλεύομαι]], [[ὑπεκτρέχω]], [[ὑπαλύσκω]], [[περιΐστημι]], [[διανεύω]], [[ἀφειδέω]], [[παρακάμπτω]], [[εὐλαβέομαι]], [[ἐκκλίνω]], [[διακλίνω]], [[ὑπερθρῴσκω]], [[ὑπερπηδάω]], [[διαδύομαι]], [[ὑπεκπροφεύγω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποδιδρήσκω]], [[διευλαβέομαι]], [[ἀποφεύγω]], [[ἐξαλύσκω]], [[διεκφεύγω]], [[διαφεύγω]], [[ἐκπροφεύγω]], [[προφεύγω]], [[ἀπονοσφίζω]], [[ἀλέομαι]], [[ἀλεείνω]], [[ὑπεξαλέομαι]], [[ἐξαλέομαι]] | |rueltext=[[φείδομαι]], [[ὑπεξίστημι]], [[δραπετεύω]], [[φυγγάνω]], [[ἠλασκάζω]], [[ἀλυσκάζω]], [[ὑπαλεύομαι]], [[ὑπεκτρέχω]], [[ὑπαλύσκω]], [[περιΐστημι]], [[διανεύω]], [[ἀφειδέω]], [[παρακάμπτω]], [[εὐλαβέομαι]], [[ἐκκλίνω]], [[διακλίνω]], [[ὑπερθρῴσκω]], [[ὑπερπηδάω]], [[διαδύομαι]], [[ὑπεκπροφεύγω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποδιδρήσκω]], [[διευλαβέομαι]], [[ἀποφεύγω]], [[ἐξαλύσκω]], [[διεκφεύγω]], [[διαφεύγω]], [[ἐκπροφεύγω]], [[προφεύγω]], [[ἀπονοσφίζω]], [[ἀλέομαι]], [[ἀλεείνω]], [[ὑπεξαλέομαι]], [[ἐξαλέομαι]], [[ἐκφεύγω]], [[φεύγω]], [[παραλλάσσω]], [[ἐκτρέπω]], [[μεθίημι]], [[ἀνάδημα]], [[περιοράω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
φείδομαι, ὑπεξίστημι, δραπετεύω, φυγγάνω, ἠλασκάζω, ἀλυσκάζω, ὑπαλεύομαι, ὑπεκτρέχω, ὑπαλύσκω, περιΐστημι, διανεύω, ἀφειδέω, παρακάμπτω, εὐλαβέομαι, ἐκκλίνω, διακλίνω, ὑπερθρῴσκω, ὑπερπηδάω, διαδύομαι, ὑπεκπροφεύγω, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, διευλαβέομαι, ἀποφεύγω, ἐξαλύσκω, διεκφεύγω, διαφεύγω, ἐκπροφεύγω, προφεύγω, ἀπονοσφίζω, ἀλέομαι, ἀλεείνω, ὑπεξαλέομαι, ἐξαλέομαι, ἐκφεύγω, φεύγω, παραλλάσσω, ἐκτρέπω, μεθίημι, ἀνάδημα, περιοράω