руководить: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[διακυβερνάω]], [[ἐπιστατέω]], [[ποδηγέω]], [[χειραγωγέω]], [[καταρτίζω]], [[παιδαγωγέω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[μεταχειρίζω]], [[οἰκονομέω]], [[ἀφηγέομαι]], [[ἀπηγέομαι]], [[ἡγέομαι]], [[ἁγέομαι]], [[ἐπωπάω]], [[εὐθύνω]], [[ἐξηγέομαι]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[δημαγωγέω]], [[χειρίζω]], [[προστατεύω]], [[κυβερνάω]], [[χορηγέω]] | |rueltext=[[ἐπιμελέομαι]], [[ἄγω]], [[διακυβερνάω]], [[ἐπιστατέω]], [[ποδηγέω]], [[χειραγωγέω]], [[καταρτίζω]], [[παιδαγωγέω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[μεταχειρίζω]], [[οἰκονομέω]], [[ἀφηγέομαι]], [[ἀπηγέομαι]], [[ἡγέομαι]], [[ἁγέομαι]], [[ἐπωπάω]], [[εὐθύνω]], [[ἐξηγέομαι]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[δημαγωγέω]], [[χειρίζω]], [[προστατεύω]], [[κυβερνάω]], [[χορηγέω]], [[στρατηγέω]], [[καθηγέομαι]], [[κοιρανέω]], [[οἰκέω]], [[φέρω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπιμελέομαι, ἄγω, διακυβερνάω, ἐπιστατέω, ποδηγέω, χειραγωγέω, καταρτίζω, παιδαγωγέω, διαπαιδαγωγέω, μεταχειρίζω, οἰκονομέω, ἀφηγέομαι, ἀπηγέομαι, ἡγέομαι, ἁγέομαι, ἐπωπάω, εὐθύνω, ἐξηγέομαι, ἁρμόζω, ἁρμόττω, ἁρμόσδω, δημαγωγέω, χειρίζω, προστατεύω, κυβερνάω, χορηγέω, στρατηγέω, καθηγέομαι, κοιρανέω, οἰκέω, φέρω