обвивать: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(4) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀναπλέκω]] | |rueltext=[[ἀναπλέκω]] ;; [[περιπλέκω]] ;; [[ἀμφελίσσω]] ;; [[ἐγκολπίζομαι]] ;; [[συμπεριπλέκω]] ;; [[ἀμπυκάζω]] ;; [[κροκόω]] ;; [[πλεκτανάω]] ;; [[ἐγκυκλόω]] ;; [[περιελίσσω]] ;; [[περιελίττω]] ;; [[περιειλίσσω]] ;; [[περιπτύσσω]] ;; [[περισπειράω]] ;; [[κρασπεδόω]] ;; [[στέφω]] ;; [[ἀμφιπλέκω]] ;; [[πλέκω]] ;; [[ἀναδέω]] ;; [[ἀνδέω]] ;; [[ἀναστέφω]] ;; [[ψελιόω]] ;; [[ἑλίσσω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀναπλέκω ;; περιπλέκω ;; ἀμφελίσσω ;; ἐγκολπίζομαι ;; συμπεριπλέκω ;; ἀμπυκάζω ;; κροκόω ;; πλεκτανάω ;; ἐγκυκλόω ;; περιελίσσω ;; περιελίττω ;; περιειλίσσω ;; περιπτύσσω ;; περισπειράω ;; κρασπεδόω ;; στέφω ;; ἀμφιπλέκω ;; πλέκω ;; ἀναδέω ;; ἀνδέω ;; ἀναστέφω ;; ψελιόω ;; ἑλίσσω