ἀμπυκάζω
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
bind front hair, κισσῷ καὶ στεφάνοισιν ἀμπυκασθείς AP 13.6 (Phalaec.).
Spanish (DGE)
(ἀμπῠκάζω) • Alolema(s): ἀμπυκίζω Eust.1280.54
ceñir la cabellera, coronar κισσῷ καὶ στεφάνοισιν AP 13.6 (Phal.), cf. Paus.Gr.α 95, Eust.l.c.
German (Pape)
[Seite 129] u. ἀμπυκίζω (ἄμπυξ), 1) die Stirnhaare zusammenbinden, nach VLL. aufzäumen, u. – 2) kränzen, στεφάνοισιν ἀμπ υκασθέν Phalaec. 2 (XIII, 6).
French (Bailly abrégé)
ceindre d'un bandeau, couronner.
Étymologie: ἄμπυξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπῠκάζω: обвивать, увенчивать (κισσῷ καὶ στεφάνοισιν ἀμπυκασθείς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπυκάζω: περιδέω τὰς ἐμπροσθίας τῆς κεφαλῆς τρίχας ὡς διὰ ταινίας (ἄμπυξ), κισσῷ καὶ στεφάνοισιν ἀμπυκασθείς Ἀνθ. ΙΙ. 13. 6.
Greek Monolingual
ἀμπυκάζω (Α)
περιδένω την κόμη, στεφανώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπυξ «διάδημα, ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών»].
Greek Monotonic
ἀμπῠκάζω: (ἄμπυξ), δένω τα μαλλιά με κορδέλα, σε Ανθ.