обеспечивать: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(4) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσμηχανάομαι]], [[συμπαρέχω]], [[ἐκπορίζω]], [[ἐμπεδόω]], [[παραφυλάσσω]], [[παραφυλάττω]], [[ἀσφαλίζω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[ἐξασφαλίζομαι]], [[προβλέπομαι]], [[ἐφοδιάζω]], [[ἐποδιάζω]], [[προστατεύω]], [[ὀχυρόω]], [[βεβαιόω]] | |rueltext=[[προσμηχανάομαι]], [[συμπαρέχω]], [[ἐκπορίζω]], [[ἐμπεδόω]], [[παραφυλάσσω]], [[παραφυλάττω]], [[ἀσφαλίζω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[ἐξασφαλίζομαι]], [[προβλέπομαι]], [[ἐφοδιάζω]], [[ἐποδιάζω]], [[προστατεύω]], [[ὀχυρόω]], [[βεβαιόω]], [[ἐπιμελέομαι]], [[φυλάσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 18 October 2019
Russian > Greek
προσμηχανάομαι, συμπαρέχω, ἐκπορίζω, ἐμπεδόω, παραφυλάσσω, παραφυλάττω, ἀσφαλίζω, ἐκβεβαιόομαι, ἐξασφαλίζομαι, προβλέπομαι, ἐφοδιάζω, ἐποδιάζω, προστατεύω, ὀχυρόω, βεβαιόω, ἐπιμελέομαι, φυλάσσω