коварный: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀποστερητικός]] | |rueltext=[[ἀποστερητικός]], [[ἐπίκλοπος]], [[διχόμυθος]], [[θυμοφθόρος]], [[κακοποιός]], [[δολοφρονέων]], [[ὀλοφώϊος]], [[κακοπράγμων]], [[κακοφραδής]], [[κακομηδής]], [[κακότεχνος]], [[σκολιός]], [[αἰπυδολωτής]], [[πανοῦργος]], [[ἀμφίκρημνος]], [[λήθαργος]], [[λαίθαργος]], [[μελάνουρος]], [[κλεψίφρων]], [[ἐπίβουλος]], [[μηχανορράφος]], [[λαθροβόλος]], [[δολόεις]], [[δολερός]], [[κακοξύνετος]], [[ἑλικτός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀποστερητικός, ἐπίκλοπος, διχόμυθος, θυμοφθόρος, κακοποιός, δολοφρονέων, ὀλοφώϊος, κακοπράγμων, κακοφραδής, κακομηδής, κακότεχνος, σκολιός, αἰπυδολωτής, πανοῦργος, ἀμφίκρημνος, λήθαργος, λαίθαργος, μελάνουρος, κλεψίφρων, ἐπίβουλος, μηχανορράφος, λαθροβόλος, δολόεις, δολερός, κακοξύνετος, ἑλικτός