коварный
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
Russian > Greek
ἀποστερητικός, ἐπίκλοπος, διχόμυθος, θυμοφθόρος, κακοποιός, δολοφρονέων, ὀλοφώϊος, κακοπράγμων, κακοφραδής, κακομηδής, κακότεχνος, σκολιός, αἰπυδολωτής, πανοῦργος, ἀμφίκρημνος, λήθαργος, λαίθαργος, μελάνουρος, κλεψίφρων, ἐπίβουλος, μηχανορράφος, λαθροβόλος, δολόεις, δολερός, κακοξύνετος, ἑλικτός