смотреть: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπαυγάζομαι]] | |rueltext=[[ἐπαυγάζομαι]] ;; [[ἐπιστατέω]] ;; [[προτιόσσομαι]] ;; [[προσβλέπω]] ;; [[ποτιβλέπω]] ;; [[προσδέρκομαι]] ;; [[ποτιδέρκομαι]] ;; [[προσείδω]] ;; [[λεύσσω]] ;; [[ἀφοράω]] ;; [[ἀπορέω]] ;; [[προσλεύσσω]] ;; [[ἐπισκέπτομαι]] ;; [[καταβλέπω]] ;; [[λάω]] ;; [[καθοράω]] ;; [[κατοράω]] ;; [[ἐνοράω]] ;; [[ἐνορέω]] ;; [[βλέπω]] ;; [[ἐπιδέρκομαι]] ;; [[κατασκέπτομαι]] ;; [[σκέπτομαι]] ;; [[προσοράω]] ;; [[ποθόρημι]] ;; [[ἐπιβλέπω]] ;; [[ἀποβλέπω]] ;; [[θεάομαι]] ;; [[θηέομαι]] ;; [[θαέομαι]] ;; [[δέρκομαι]] ;; [[εἰσβλέπω]] ;; [[ἐσβλέπω]] ;; [[κατόσσομαι]] ;; [[θεωρέω]] ;; [[εἰσοράω]] ;; [[ἐσοράω]] ;; [[ἐπιόσσομαι]] ;; [[ὁράω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:55, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπαυγάζομαι ;; ἐπιστατέω ;; προτιόσσομαι ;; προσβλέπω ;; ποτιβλέπω ;; προσδέρκομαι ;; ποτιδέρκομαι ;; προσείδω ;; λεύσσω ;; ἀφοράω ;; ἀπορέω ;; προσλεύσσω ;; ἐπισκέπτομαι ;; καταβλέπω ;; λάω ;; καθοράω ;; κατοράω ;; ἐνοράω ;; ἐνορέω ;; βλέπω ;; ἐπιδέρκομαι ;; κατασκέπτομαι ;; σκέπτομαι ;; προσοράω ;; ποθόρημι ;; ἐπιβλέπω ;; ἀποβλέπω ;; θεάομαι ;; θηέομαι ;; θαέομαι ;; δέρκομαι ;; εἰσβλέπω ;; ἐσβλέπω ;; κατόσσομαι ;; θεωρέω ;; εἰσοράω ;; ἐσοράω ;; ἐπιόσσομαι ;; ὁράω