ἀφοράω

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοράω Medium diacritics: ἀφοράω Low diacritics: αφοράω Capitals: ΑΦΟΡΑΩ
Transliteration A: aphoráō Transliteration B: aphoraō Transliteration C: aforao Beta Code: a)fora/w

English (LSJ)

Ion. ἀπορέω, fut. ἀπόψομαι: aor. ἀπεῖδον:—
A look away from all others at one, have in view, Hdt.8.37; look at, τι Lycurg.17; of a distant object, D.Ep.2.20; πρός τι Th.7.71; τι πρός τι compare, Pl. R.585a; ἀφοράω ὅθεν . . look to the point whence... ib.584d; εἴς τι or τινα, Plu.Lyc.7, Luc.Philops.30; εἰς τὸν θεόν Arr.Epict.2.19.29; εἰς τὸν Ἰησοῦν Ep.Hebr.12.2: hence, obey, Nic.Dam.p.22 D.; ἐπί τινα Plu.Cat.Mi.52; πρός τινα Id.Cat.Ma.19, Arr.Epict.3.24.16:—in Med., Ar.Nu. 281.
b of places, look towards, εἰς βόρειον ὠκεανόν App.Praef.3,cf. Philostr.Im.Prooem.
2 to view from a place, ἀπὸ δενδρέου Hdt.4.22; πόρρωθεν ἀπιδών Timocl.21.6.
II rarely, look away, have the back turned, prob. in Thphr.HP4.16.6; ἀφορῶντας παίειν X.Cyr.7.1.36.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀπ- Hdt.4.22, 8.37
• Morfología: [impf. 3a sg. ἀφεώρα Nic.Dam.23; aor. ind. ἀπεῖδον Th.7.71, Luc.DMar.6.2, subj. ἀφίδω Ep.Phil.2.23, part. ἀπιδών Timocl.23.6]
I ver desde lejos, divisar, contemplar τὸ ἱρόν Hdt.8.37, τὸ θηρίον ἀπὸ τοῦ δενδρέου Hdt.4.22, τὴν πατρίδ' ἐντεῦθεν D.Ep.2.20, πρὸς τὸ ἄλυπον ... λύπην ἀφορῶντες Pl.R.585a, ἵνα πόρρωθεν ἀφορῷεν τὰ ἔργα I.AI 1.335, ὡς ἂν ἀφίδω τὰ περὶ ἐμὲ ἐξαυτῆς Ep.Phil.2.23, τὸν Καλάσιριν Hld.5.11.2, cf. Polyaen.7.29.1
en v. med. mismo sent. τηλεφανεῖς σκοπίας ἀφορώμεθα Ar.Nu.281, abs. πόρρωθεν ἀπιδών Timocl.l.c.
c. rég. prep. mirar, fijar los ojos en πρὸς ἀντίπαλόν τι Th.l.c., εἰς τὸν Ιησοῦν Ep.Hebr.12.2, ἐπ' ἐκεῖνον Plu.Cat.Mi.52, πρὸς αὐτόν Plu.Cat.Ma.19, ἐς ἐμέ Luc.Philops.30, πρός με Luc.Somn.15, εἰς τὸν θεόν Arr.Epict.2.19.29, εἰς τὴν Ζωσίμην POxy.2111.17 (II d.C.), εἰς τὸν οὐρανόν M.Ant.11.27, ἐς τὸν βόρειον ὠκεανόν App.Praef.3, ἐς τὸ Τυρρηνικὸν πέλαγος Philostr.Im.Prooem.
II fig.
1 considerar c. rég. prep. ἐς τὸ σῶμα τῆς γυναικὸς ἀφορέοντα teniendo en cuenta el cuerpo de la mujer Hp.Vict.1.29, πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῶν ἐμῶν συμφορῶν ἀφορῶντες Hld.4.19.6, εἰς ποίαν ... ἐλπίδα Hld.7.14.7, πρὸς αὐτόν X.Eph.1.16.6, εἰς τὰς ... στάσεις καὶ κακοπολιτείας ἀφορῶσιν Plu.Lyc.7
c. ac. ἀφορῶν [τὸ ἀπ] αραίτητον τῆς χρείας PBeatty Panop.2.46 (IV d.C.)
c. dat. ἀφορῶντι τῇ τοῦ ἐνιαυτοῦ διαφορᾷ POxy.1682.14 (IV d.C.).
2 obedecer ἡ Πελοπόννησος εἰς αὐτοὺς (Πελοπίδας) ἀφεώρα Nic.Dam.l.c.
III abs. mirar a otro lado ἀφορῶντας παίειν X.Cyr.7.1.36.

German (Pape)

[Seite 413] (s. ὁράω), 1) in der Ferne, von fern sehen, ἀπώρεον Her. 8, 37; παριόντα πάνυ πόῤῥωθεν ἀπιδών Timocl. Ath. IX, 407 a; übh. hinsehen auf etwas, seine Augen auf etwas richten, πρός τι Thuc. 7, 71; Plat. Soph. 254 b; εἴς τι Plut. Lyc. 7; πρός τινα Agis 1 u. A.; δριμὺ πρός τινα, ihn finster ansehen, Luc. Philops. 30; ἐπί τινα Plut. Cat. min. 52; – mit acc., Lycurg. 17; τὴν πατρίδα ἐνθένδε ἀφορῶ, ich sehe nach dem Vaterlandehin, Dem. Ep. 2 (1472, 15); ebenso das med., τηλεφανεῖς σκοπιὰς ἀφορώμεθα Ar. Nub. 282. – 2) wegsehen, den Rücken zukehren, Xen. Cyr. 7, 1, 36.

French (Bailly abrégé)

ἀφορῶ :
impf. ἀφεώρων, f. ἀπόψομαι, ao.2 ἀπεῖδον, pf. ἀφεώρακα;
1 regarder de loin;
2 fixer les yeux de différents points sur une même chose ; avoir en plein sous les yeux, acc. ; contempler, regarder, acc. ou πρός, εἰς ou ἐπί avec l'acc.;
3 détourner les yeux ; se détourner ; avoir le dos tourné.
Étymologie: ἀπό, ὁράω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφοράω: ион. ἀπορέω (impf. ἀφεώρων, fut. ἀπόψομαι, aor. 2 ἀπεῖδον, pf. ἀφεώρακα)
1 видеть издали (τὸ θηρίον ἀπὸ τοῦ δενδρέου Her.; med. ἱερὰν χθόνα Arph.);
2 обращать взоры, смотреть, созерцать (πρός τινα и τι Thuc., Plat., Plut., εἴς τινα и τι Plut., Luc., ἐπί τινα Plut., τι Dem.);
3 смотреть назад, т. е. быть обращенным в другую или противоположную сторону: παίειν ἀφορῶντας Xen. поражать (противника) с тыла.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοράω: Ἰων. -έω: μέλλ. ἀπόψομαι: ἀόρ. ἀπεῖδον: πρκμ. ἀφεόρᾱκα ἢ ἀφεώρακα: - βλέπω τι μακρόθεν, διακρίνω αὐτὸ καλῶς. Λατ. prospicere, ἐπεὶ δὲ ἀγχοῦ τε ἦσαν οἱ βάρβαροι ἐπιόντες καὶ ἀπώρεον τὸ ἱρὸν Ἡρόδ. 8. 37· ἀκολούθως ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ ἀποβλέπω, Λατ. respicere, τι Λυκοῦργ. 150. 5, Δημ. 1472. 15· πρός τι Θουκ. 7. 71, Πλάτ. Πολ. 585Α· ἀφ. ὅθεν.., παρατηρεῖν πόθεν πρᾶγμά τι προέρχεται, αὐτόθι 584D· εἰς τι ἢ τινα Πλουτ. Λυκ. 7, κτλ.· ἐπί τινα, πρός τινα ὁ αὐτ. Κάτων Νεώτ. 52, Κάτων Πρεσβ. 19· ὡσαύτως κατὰ μεσ. τύπ., Ἀριστοφ. Νεφ. 281. 2) θεωρῶ ἀπό τινος θέσεως, ἀπὸ δενδρέου Ἡρόδ. 4. 22· πόρρωθεν Τιμοκλῆς ἐν «Λήθῃ» 1. 6. ΙΙ. σπανίως, ἀποστρέφω τὸ βλέμμα, ἀφορῶντας παίειν Ξεν. Κύρ. 7. 1, 36.

English (Strong)

from ἀπό and ὁράω; to consider attentively: look.

English (Thayer)

ἀφόρω; to turn the eyes away from other things and fix them on something; cf. ἀποβλέπω. Tropically, to turn one's mind to: εἰς τινα, Winer's Grammar, § 66,2d.) (εἰς Θεόν, ἀπεῖδον.

Greek Monotonic

ἀφοράω: Ιων. -έω, μέλ. ἀπ-όψομαι, αόρ. βʹ ἀπ-εῖδον, παρακ. ἀφ-εόρᾱκα·
I. 1. βλέπω πιο μακριά από όλους τους άλλους, έχω πλήρη θέα, κοιτάζω, τι ή πρός τι, σε Θουκ.
2. κοιτάζω από θέσεως, ἀπὸ δενδρέου, σε Ηρόδ.
II. αποστρέφω το βλέμμα μου, έχω γυρίσει την πλάτη, σε Ξεν.

Middle Liddell

I. to look away from all others at one, to have in full view, to look at, τι or πρός τι Thuc.; also in Mid., Ar.
2. to view from a place, ἀπὸ δενδρέου Hdt.
II. to look away, have the back turned, Xen.

Chinese

原文音譯:¢for£w 阿弗-哦拉哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:從-看見 相當於: (רָאָה‎ / רָאֶה‎ / רְאוּת‎)
字義溯源:視為,仰望,清楚看見,視為熱心,逐一的注視,看出;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(εἶδον / ὁράω)*=凝視)組成。參讀 (αὐγάζω / καταυγάζω)同義字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 仰望(1) 來12:2
原文音譯:¢pe⋯dw (¢pe⋯don) 阿普-誒多
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-覺察
字義溯源:完全看見,覺察,看出;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(οἶδα)*=看見)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 我⋯看出(1) 腓2:23

Lexicon Thucydideum

respicere, to look back at, 7.71.3,
Transl. translate 4.18.1.