переезжать: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνδιαβάλλω]] | |rueltext=[[συνδιαβάλλω]], [[διαπεραιόω]], [[σκευαγωγέω]], [[περάω]], [[διαπορεύω]], [[διακομίζω]], [[διαπορθμεύω]], [[μετοικίζω]], [[παρακομίζω]], [[διοικίζω]], [[διαβαίνω]], [[διαίρω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
συνδιαβάλλω, διαπεραιόω, σκευαγωγέω, περάω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, μετοικίζω, παρακομίζω, διοικίζω, διαβαίνω, διαίρω