плотный: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(5) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κατάπυκνος]], [[βαθύς]], [[δασύς]], [[δασεῖα]], [[δασύ]], [[εὐπίλητος]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[στρογγύλος]], [[στεγνός]], [[πολύπηνος]], [[ἐπήτριμος]], [[στιβαρός]], [[σύμπυκνος]], [[οὖλος]], [[πυκνός]], [[σύμπηκτος]], [[πολυσώματος]], [[στερεός]], [[στερρός]], [[στέριφος]], [[πάγιος]], [[ἀπόκροτος]], [[στιφρός]], [[παχύς]], [[ἐμβριθής]], [[σπαθητός]], [[συμπαγής]] | |rueltext=[[κατάπυκνος]], [[βαθύς]], [[δασύς]], [[δασεῖα]], [[δασύ]], [[εὐπίλητος]], [[εὔπηκτος]], [[ἐΰπηκτος]], [[στρογγύλος]], [[στεγνός]], [[πολύπηνος]], [[ἐπήτριμος]], [[στιβαρός]], [[σύμπυκνος]], [[οὖλος]], [[πυκνός]], [[σύμπηκτος]], [[πολυσώματος]], [[στερεός]], [[στερρός]], [[στέριφος]], [[πάγιος]], [[ἀπόκροτος]], [[στιφρός]], [[παχύς]], [[ἐμβριθής]], [[σπαθητός]], [[συμπαγής]], [[συμμιγής]], [[συνεχής]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
κατάπυκνος, βαθύς, δασύς, δασεῖα, δασύ, εὐπίλητος, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, στρογγύλος, στεγνός, πολύπηνος, ἐπήτριμος, στιβαρός, σύμπυκνος, οὖλος, πυκνός, σύμπηκτος, πολυσώματος, στερεός, στερρός, στέριφος, πάγιος, ἀπόκροτος, στιφρός, παχύς, ἐμβριθής, σπαθητός, συμπαγής, συμμιγής, συνεχής