смотреть: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπαυγάζομαι]] | |rueltext=[[ἐπαυγάζομαι]], [[ἐπιστατέω]], [[προτιόσσομαι]], [[προσβλέπω]], [[ποτιβλέπω]], [[προσδέρκομαι]], [[ποτιδέρκομαι]], [[προσείδω]], [[λεύσσω]], [[ἀφοράω]], [[ἀπορέω]], [[προσλεύσσω]], [[ἐπισκέπτομαι]], [[καταβλέπω]], [[λάω]], [[καθοράω]], [[κατοράω]], [[ἐνοράω]], [[ἐνορέω]], [[βλέπω]], [[ἐπιδέρκομαι]], [[κατασκέπτομαι]], [[σκέπτομαι]], [[προσοράω]], [[ποθόρημι]], [[ἐπιβλέπω]], [[ἀποβλέπω]], [[θεάομαι]], [[θηέομαι]], [[θαέομαι]], [[δέρκομαι]], [[εἰσβλέπω]], [[ἐσβλέπω]], [[κατόσσομαι]], [[θεωρέω]], [[εἰσοράω]], [[ἐσοράω]], [[ἐπιόσσομαι]], [[ὁράω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπαυγάζομαι, ἐπιστατέω, προτιόσσομαι, προσβλέπω, ποτιβλέπω, προσδέρκομαι, ποτιδέρκομαι, προσείδω, λεύσσω, ἀφοράω, ἀπορέω, προσλεύσσω, ἐπισκέπτομαι, καταβλέπω, λάω, καθοράω, κατοράω, ἐνοράω, ἐνορέω, βλέπω, ἐπιδέρκομαι, κατασκέπτομαι, σκέπτομαι, προσοράω, ποθόρημι, ἐπιβλέπω, ἀποβλέπω, θεάομαι, θηέομαι, θαέομαι, δέρκομαι, εἰσβλέπω, ἐσβλέπω, κατόσσομαι, θεωρέω, εἰσοράω, ἐσοράω, ἐπιόσσομαι, ὁράω