απορρηγνύω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(5)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀπορρηγνύω κ. -νυμι (AM) [[ρηγνύω]] κ. -<i>νυμι]]<br />[[ξεσπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[αποκόπτω]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] να ξεσπάσει<br /><b>3.</b> (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι<br /><b>4.</b> διασπώμαι, διαχωρίζομαι<br /><b>5.</b> (μτχ. πρκ.) <i>ὁ [[ἀπερρωγώς]]<br />[[παραλυμένος]] [[ακόλαστος]]<br /><b>6.</b> (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' [[ἀπορρήγνυμι]] βίου» — [[κόβω]] το [[νήμα]] της ζωής, [[πεθαίνω]].
|mltxt=[[ἀπορρηγνύω]] κ. [[ἀπορρήγνυμι]] (AM) [[ρηγνύω]] κ. -νυμι]]<br />[[ξεσπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[αποκόπτω]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] να ξεσπάσει<br /><b>3.</b> (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι<br /><b>4.</b> διασπώμαι, διαχωρίζομαι<br /><b>5.</b> (μτχ. πρκ.) ὁ [[ἀπερρωγώς]]<br />[[παραλυμένος]] [[ακόλαστος]]<br /><b>6.</b> (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' [[ἀπορρήγνυμι]] βίου» — [[κόβω]] το [[νήμα]] της ζωής, [[πεθαίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 19 October 2019

Greek Monolingual

ἀπορρηγνύω κ. ἀπορρήγνυμι (AM) ρηγνύω κ. -νυμι]]
ξεσπώ
αρχ.
1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ
2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει
3. (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι
4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι
5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς
παραλυμένος ακόλαστος
6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' ἀπορρήγνυμι βίου» — κόβω το νήμα της ζωής, πεθαίνω.