απορρηγνύω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
ἀπορρηγνύω κ. ἀπορρήγνυμι (AM) ρηγνύω κ. -νυμι]]
ξεσπώ
αρχ.
1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ
2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει
3. (-μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι
4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι
5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς
παραλυμένος ακόλαστος
6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ' ἀπορρήγνυμι βίου» — κόβω το νήμα της ζωής, πεθαίνω.