κεραυνοβόληση: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(20) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ κεραυνοβόλησις) [[κεραυνοβολώ]]<br />το [[χτύπημα]] με κεραυνό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αστραπιαία [[επίθεση]] [[εναντίον]] κάποιου, κεραυνοβόλα [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπληξη]] αποσβόλωση. | |mltxt=η [[κεραυνοβόληση]] (ΑΜ [[κεραυνοβόλησις]]) [[κεραυνοβολώ]]<br />το [[χτύπημα]] με κεραυνό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αστραπιαία [[επίθεση]] [[εναντίον]] κάποιου, κεραυνοβόλα [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάπληξη]] αποσβόλωση. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:09, 20 October 2019
Greek Monolingual
η κεραυνοβόληση (ΑΜ κεραυνοβόλησις) κεραυνοβολώ
το χτύπημα με κεραυνό
νεοελλ.
1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια
2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση.