θῆσαι: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thisai | |Transliteration C=thisai | ||
|Beta Code=qh=sai | |Beta Code=qh=sai | ||
|Definition=aor. 1 inf. Act., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=aor. 1 inf. Act., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[suckle]], Hsch.; elsewh. Med., [[suck]]; Hom. has pres. inf., <b class="b3">ἀλλ' αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι</b> they give milk <b class="b2">to suck</b> the year round, <span class="bibl">Od.4.89</span>: aor. 1, <b class="b3">θήσατο μαζόν</b> he [[sucked]] the breast, <span class="bibl">Il.24.58</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Jov.</span>48</span>; part., θησάμενος <b class="b2">having sucked</b>, h.Cer.236; γάλα Call.<span class="title">Sos.</span>vii.<span class="bibl">4</span>; but, </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[suckle]], Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>123</span>. (I.-E. <b class="b2">dhē-</b> 'suck', cf. <b class="b3">θηλή, θῆλυς</b>, Lett. [[dēt]] 'suck', Skt. [[dháyati]], Goth. [[daddjan]] 'suckle', Lat. <b class="b2">fēlare, filius</b>.) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 28 June 2020
English (LSJ)
aor. 1 inf. Act.,
A suckle, Hsch.; elsewh. Med., suck; Hom. has pres. inf., ἀλλ' αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι they give milk to suck the year round, Od.4.89: aor. 1, θήσατο μαζόν he sucked the breast, Il.24.58, cf. Call.Jov.48; part., θησάμενος having sucked, h.Cer.236; γάλα Call.Sos.vii.4; but, II suckle, Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ h.Ap.123. (I.-E. dhē- 'suck', cf. θηλή, θῆλυς, Lett. dēt 'suck', Skt. dháyati, Goth. daddjan 'suckle', Lat. fēlare, filius.)
German (Pape)
[Seite 1210] zum θής machen, Tab. Heracl. p. 226. S. auch θαω.
Greek Monolingual
θῆσαι (Α)
(απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. θάω
έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος)
1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» — θήλασε [από] το στήθος
β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» — τα πρόβατα παρέχουν πάντα άφθονο γάλα για να το αρμέγουν, Ομ. Οδ.)
2. (μτβ.) θηλάζω κάποιον («Ἀπόλλωνα θήσατο μήτηρ» — η μητέρα θήλασε τον Απόλλωνα)
3. (κατά τον Ησύχ.) «θῆσαι
θρέψαι, θηλάσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhē-«εκμυζώ, θηλάζω», όπως και τα θηλή, θήλυς, που θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν παράγωγά του. Στην ίδια ρίζα ανάγεται το αρχ. άνω γερμ. tāen «θηλάζω», το λιθ. det «θηλάζω» και το λατ. fēmina «θήλεια», τ. αρχαίας μτχ. αμάρτυρου ρ. Ο μαρτυρούμενος αόρ. θήσατο αντιστοιχεί στον αρχ. ινδ. σιγματικό αόρ. adhāsit «θήλασε», που διαθέτει όμως και παράλληλο θεματικό τ. adhāt. Οι μαρτυρούμενοι τ. ενεστώτα με ημίφωνο yod σε διάφορες γλώσσες (όπως λ.χ. αρχ. άνω γερμ. taju, λιθ. deju) καθιστούν πιθανή την προέλευση του θήσθαι από αμάρτυρο θεματικό τ. θή-yε-σθαι. Μαρτυρούνται και άλλοι συγγενείς τ. με διαφορετικό φωνηεντισμό, όπως το αρχ. ινδ. dhayati, το αρχ. σλαβ. dojo, το γοτθ. daddjan, όλα με τη σημασία θηλάζω, που θα πρέπει να αναχθούν σε παραλλαγή dhәy- της ΙΕ ρίζας dhē- ενώ η αρχ. ινδ. εμφανίζει και τ. με -ῑ όπως dhīta-«πιπιλισμένος». Συγγενείς στην ελλ. οι τ. γαλα-θηνός, θήνιον, τι-θήνη].
Greek Monotonic
θῆσαι: απαρ. αορ. αʹ του *θάω, ρουφώ, θηλάζω· θήσατο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ.