κανονιστικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanonistikos
|Transliteration C=kanonistikos
|Beta Code=kanonistiko/s
|Beta Code=kanonistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">regulative</b>, οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.<span class="title">in Heph.</span>p.226C.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[regulative]], οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.<span class="title">in Heph.</span>p.226C.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[κανονιστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[αρμόδιος]] για κανονισμό, για [[ρύθμιση]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν [[λεπτομερώς]] την [[εφαρμογή]] ενός νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κανονιστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κανονίζω]].
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[κανονιστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[αρμόδιος]] για κανονισμό, για [[ρύθμιση]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν [[λεπτομερώς]] την [[εφαρμογή]] ενός νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κανονιστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κανονίζω]].
}}
}}

Revision as of 15:46, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνονιστικός Medium diacritics: κανονιστικός Low diacritics: κανονιστικός Capitals: ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kanonistikós Transliteration B: kanonistikos Transliteration C: kanonistikos Beta Code: kanonistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A regulative, οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.in Heph.p.226C.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α κανονιστικός, -ή, -όν)
ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση
(νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιστός < κανονίζω.