καταύω: Difference between revisions
(19) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katayo | |Transliteration C=katayo | ||
|Beta Code=katau/w | |Beta Code=katau/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[καθαιρέω]], | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[καθαιρέω]], [[destroy]], τὰν Μῶσαν καταύσεις <span class="bibl">Alcm.95</span>; cf. <b class="b3">καθαῦσαι· ἀφανίσαι, καταῦσαι· καταυλῆσαι</b> (<b class="b3">καταντλῆσαι</b> Lobeck), <b class="b3">καταδῦσαι</b>, Hsch.; cf. [[αὔω]] (A), <b class="b3">ἐν</b>- (A), <b class="b3">ἐξ</b>- (B), <b class="b3">προσ-αύω</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 28 June 2020
English (LSJ)
A = καθαιρέω, destroy, τὰν Μῶσαν καταύσεις Alcm.95; cf. καθαῦσαι· ἀφανίσαι, καταῦσαι· καταυλῆσαι (καταντλῆσαι Lobeck), καταδῦσαι, Hsch.; cf. αὔω (A), ἐν- (A), ἐξ- (B), προσ-αύω.
German (Pape)
[Seite 1387] versengen, vertilgen, Alcm. fr. 896; Eust. 1547, 60.
Greek (Liddell-Scott)
καταύω: καταστρέφω, τὰν Μῶσαν καταύσεις Ἀλκμὰν (89) παρ᾿ Εὐστ., ἑρμηνεύοντι τὸ καταύσεις διὰ τοῦ ἀφανίσεις· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 972 τὰς Μούσας ἀφανίζων· οὕτω παρ᾿ Ἡσυχ. «καθαῦσαι· ἀφανίσαι» καὶ «καταῦσαι· καταντλῆσαι» (ἐκ διορθώσεως τοῦ Λοβεκ.), καταδῦσαι. Ὁ Λοβέκ. εἰς Αἴ. σ. 358 συμπεραίνει ὅτι αἱ σημασίαι αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τοῦτο τὸ ῥῆμα καὶ εἰς τὸ προσαῦσαι (ἴδε προσαύω) ὑποδεικνύουσι ῥίζαν αὔω = αἴρω· πρβλ. ἐξαυστὴρ παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 2, Nack2, καὶ τὸ Λατιν. haurire.
Greek Monolingual
καταύω (Α)
καθαιρώ, καταστρέφω, αφανίζω («τὰν Μῶσαν καταύσεις», Αλκμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὔω (Ι) «ανάβω»].