μεσοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesoporos
|Transliteration C=mesoporos
|Beta Code=mesopo/ros
|Beta Code=mesopo/ros
|Definition=Ep. μεσσ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going</b> or <b class="b2">passing in the middle</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.46</span>; <b class="b3">μ. δι' αἰθέρος</b> through <b class="b2">mid</b>-air, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1152</span>.</span>
|Definition=Ep. μεσσ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[going]] or <b class="b2">passing in the middle</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.46</span>; <b class="b3">μ. δι' αἰθέρος</b> through [[mid]]-air, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1152</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:10, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοπόρος Medium diacritics: μεσοπόρος Low diacritics: μεσοπόρος Capitals: ΜΕΣΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: mesopóros Transliteration B: mesoporos Transliteration C: mesoporos Beta Code: mesopo/ros

English (LSJ)

Ep. μεσσ-, ον,

   A going or passing in the middle, Opp.H.5.46; μ. δι' αἰθέρος through mid-air, E.Ion1152.

German (Pape)

[Seite 139] in der Mitte gehend, Opp. Hal. 5, 46; μεσόπορος, in der Mitte betreten, αἰθήρ, Eur. Ion 1152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 traversé au milieu;
2 qui marche au milieu.
Étymologie: μέσος, πορεύομαι.

Greek Monolingual

μεσοπόρος, επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί στο μέσο
2. αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πόρος (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -σσ- του μεσσοπόρος βλ. λ. μέσος)].

Greek Monotonic

μεσοπόρος: Επικ. μεσσ-, -ον, αυτός που προχωρεί στο μέσον, μεσοπόρος δι' αἰθέρος, αυτός που πορεύεται στο μέσο της ατμόσφαιρας (του ουρανού), σε Ευρ.

Middle Liddell


going in the middle, μ. δι' αἰθέρος through mid- air, Eur.