ποταινί: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(33) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=potaini | |Transliteration C=potaini | ||
|Beta Code=potaini/ | |Beta Code=potaini/ | ||
|Definition=Adv. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Adv. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[recently]] (glossed <b class="b3">προσφάτως</b>), Zonar.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:55, 28 June 2020
English (LSJ)
Adv.
A recently (glossed προσφάτως), Zonar.
German (Pape)
[Seite 688] adv., so eben, Zon., zw.
Greek Monolingual
και προταινί και βοιωτ. τ. προτηνί επίρρ. Α
πρόσφατα, προ ολίγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προ-ται-νί (ἡμέραι) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό, το θηλ. άρθρο ταί (επικός και ιων. τ. του αἱ) και το μόριο -νι (βλ. λ. -νε), ενώ οι τ. ποταινί / ποταίνιος < ποτι-ται-νί με συλλαβική ανομοίωση].