εὔηχος: Difference between revisions
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(15) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyichos | |Transliteration C=eyichos | ||
|Beta Code=eu)/hxos | |Beta Code=eu)/hxos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[εὐηχής]], | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[εὐηχής]], [[euphonious]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>994.24</span>, v.l. in <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>14</span>, cf. Longin.24.2; [[melodious]], of the voice, <span class="bibl">Ath.3.80d</span>; εὔ. φωνητήρια ὄργανα <span class="bibl">Ph.1.511</span>; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>150.5</span>: neut. pl. <b class="b3">εὔηχα</b> as Adv., <b class="b3">κελαδεῖν</b> Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>3: regul. Adv. -ήχως Thom.Mag.p.223 R.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A = εὐηχής, euphonious, Phld.Po.994.24, v.l. in D.H. Comp.14, cf. Longin.24.2; melodious, of the voice, Ath.3.80d; εὔ. φωνητήρια ὄργανα Ph.1.511; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα LXX Ps.150.5: neut. pl. εὔηχα as Adv., κελαδεῖν Ps.-Luc.Philopatr.3: regul. Adv. -ήχως Thom.Mag.p.223 R.
German (Pape)
[Seite 1068] dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem εὔφωνος entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔηχος: -ον, = εὐηχής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Ἀθήν. 80D· οὐδ. πληθ. εὔηχα, ὡς Ἐπίρρ., Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. εὐηχής.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔηχος, -ον)
1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)
2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.).
επίρρ...
εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)
1. με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό
2. με δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιθέτως προς τα παλαιότερα σύνθετα σε -ηχής (πολυ-ηχής, υψ-ηχής κ.λπ.) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. ηχή, τα νεώτερα σύνθετα σε -ηχος όπως το εύ-ηχος (πρβλ. και άντ-ηχος) παράγονται μάλλον από τον νεώτερο τ. ήχος (ὁ)].