ἀρυταινοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arytainoeidis
|Transliteration C=arytainoeidis
|Beta Code=a)rutainoeidh/s
|Beta Code=a)rutainoeidh/s
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ές,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shaped like an</b> <b class="b3">ἀρύταινα, χόνδρος ἀ</b>. <b class="b2">arytenoid</b> cartilage of the larynx, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.11</span>, cf. <span class="bibl">18(2).951</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ές,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shaped like an</b> <b class="b3">ἀρύταινα, χόνδρος ἀ</b>. [[arytenoid]] cartilage of the larynx, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.11</span>, cf. <span class="bibl">18(2).951</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:10, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρῠταινοειδής Medium diacritics: ἀρυταινοειδής Low diacritics: αρυταινοειδής Capitals: ΑΡΥΤΑΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: arytainoeidḗs Transliteration B: arytainoeidēs Transliteration C: arytainoeidis Beta Code: a)rutainoeidh/s

English (LSJ)

[ᾰ], ές,

   A shaped like an ἀρύταινα, χόνδρος ἀ. arytenoid cartilage of the larynx, Gal.UP7.11, cf. 18(2).951.

German (Pape)

[Seite 364] χόνδρος, gießkannensörmig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρῠταινοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἀρυταίνης, «ὁ τρίτος χόνδρος (τοῦ λάρυγγος) εἰς στενὸν κομιδῇ καὶ αὐτὸς τελευτᾷ, οὗ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσιν ἀπὸ τῆς τοῦ σχήματος ὁμοιότητος πρὸς ταύτας δὴ τὰς προχόους, ἃς ἤδη καὶ ἀρυταίνας ἔνιοι καλοῦσι», Γαλην. 3. 553, πρβλ. 556.

Spanish (DGE)

-ές
anat. aritenoides e.d. de forma de cazo (χόνδρος) οὖ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσι (cartílago) a cuyo extremo llaman aritenoides la mayoría de los anatomistas Gal.3.553
subst. ὁ ἀ. el aritenoides Gal.18(2).951.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀρυταινοειδής, [-οῡς], -ές)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με αρύταινα (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός)
νεοελλ.
«αρυταινοειδείς μύες» — ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση.