ἐννεάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enneaminos
|Transliteration C=enneaminos
|Beta Code=e)nnea/mhnos
|Beta Code=e)nnea/mhnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">in nine months</b>, τίκτειν <span class="bibl">Hdt.6.69</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Septim.</span>8</span>; χρόνος <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>3.3</span>; λόγος <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>977.13</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">in nine months</b>, τίκτειν <span class="bibl">Hdt.6.69</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Septim.</span>8</span>; χρόνος <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>3.3</span>; λόγος <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>977.13</span> (ii A. D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάμηνος Medium diacritics: ἐννεάμηνος Low diacritics: εννεάμηνος Capitals: ΕΝΝΕΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: enneámēnos Transliteration B: enneamēnos Transliteration C: enneaminos Beta Code: e)nnea/mhnos

English (LSJ)

ον,

   A of or in nine months, τίκτειν Hdt.6.69, cf. Hp.Septim.8; χρόνος Gal.Nat.Fac.3.3; λόγος BGU977.13 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 847] neunmonatlich, Her. 6, 69 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάμηνος: -ον, ἐννέα μηνῶν, ἢ ἐντὸς ἐννέα μηνῶν, Ἡρόδ. 6. 69, Ἱππ. 257, 1 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. ἐννεαμήνως, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 177.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de neuf mois.
Étymologie: ἐννέα, μήν².

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἐννά- Hp.Oct.7, 10
I 1que dura nueve meses χρόνος ref. un embarazo, Gal.2.149, λοχείη Nonn.D.5.196
subst. τὸ ἐ. criatura nacida al cabo de nueve meses de gestación τίκτουσι γυναῖκες ... ἐννεάμηνα Hdt.6.69, cf. Hp.ll.cc., Arist.HA 584a36, Aristid.Quint.118.12, Clem.Al.Strom.6.11.85, Procl.in R.2.35 (= Emp.B 69).
2 subst. ἡ ἐ. período de nueve meses, PTeb.873.12 (II a.C.)
gen. adverb. de tiempo ἐννεαμήνου durante nueve meses, por un período de nueve meses σύμβολον ... δοθῆναι ἡμῖν ἐννεαμήνου PZen.Col.56.6 (III a.C.).
II adv. -ως de nueve meses τὴν Ἀλκμήνην ἔγκυον εἰδὼς ἐ. Tz.H.2.177.

Greek Monolingual

και εννιάμηνος, -η, -ο (Α ἐννεάμηνος, -ον)
(για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα
μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον θάνατο
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη του έμβρυον) το εννεάμηνο(ν)
αυτός που γεννιέται τον ένατο μήνα («τίκτουσι γὰρ γυναῑκες και ἐννεάμηνα καὶ ἑπτάμηνα», Ηρόδ.).
επίρρ...
ἐννεαμήνως (Μ)
μέσα σε εννέα μήνες.

Greek Monotonic

ἐννεάμηνος: -ον (μήν), αυτός που είναι εννιά μηνών ή μέσα στη διάρκεια των εννιά μηνών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐννεάμηνος: девятимесячный Her., Arst.

Middle Liddell

ἐννεά-μηνος, ον [μήν]
of or in nine months, Hdt.