ἀντισήκωμα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antisikoma | |Transliteration C=antisikoma | ||
|Beta Code=a)ntish/kwma | |Beta Code=a)ntish/kwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[equipoise]], [[compensation]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>238.10</span> (vi/vii A. D.), <span class="bibl">Eust.546.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 00:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
compensación Eust.546.25
•c. gen. ψελλίων SB 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων PSI 238.10 (VI/VII d.C.).
Greek Monolingual
το (Μ ἀντισήκωμα) αντισηκώ
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.