παλίμπους: Difference between revisions
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
(nl) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palimpous | |Transliteration C=palimpous | ||
|Beta Code=pali/mpous | |Beta Code=pali/mpous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[going back]], [[returning]], Lyc.126, <span class="title">AP</span>5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.1.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.
German (Pape)
[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπους: ὁ, ἡ, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. τύχη, τἀνάπαλιν, ἐναντίον συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.
Greek Monolingual
παλίμπους, -ποδος, ο, η (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πούς.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμπους: ποδος adj. возвращающийся: π. στεῖχε Anth. отправляйся в обратный путь.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμπους -ποδος [πάλιν, πούς] terugkerend.