περιλιπής: Difference between revisions
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
(1ba) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perilipis | |Transliteration C=perilipis | ||
|Beta Code=periliph/s | |Beta Code=periliph/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[left remaimng]], [[surviving]], c. gen., π. τῆς φθορᾶς <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>702a</span> : abs., <span class="bibl">Plb.1.73.2</span> ; π. σχεῖν <span class="bibl">Str.8.7.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A left remaimng, surviving, c. gen., π. τῆς φθορᾶς Pl. Lg.702a : abs., Plb.1.73.2 ; π. σχεῖν Str.8.7.5.
German (Pape)
[Seite 582] ές, wie περίλοιπ ος, übrig gelassen, geblieben, περιλιπεῖς γενομένο υς τῆς φθορᾶς, Plat. Leg. III, 702 a; τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων.
Greek (Liddell-Scott)
περιλῐπής: -ές, ὁ περιλειφθείς, περισωθείς, μετὰ γεν., τοὺς περιλιπεῖς γενομένους τῆς φθορᾶς Πλάτ. Νόμ. 702Α· ἀπολ., Πολύβ. 1. 73, 2· π. ἔχειν Στράβ. 388.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. περίλοιπος.
Étymologie: περί, λείπω.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο υπόλοιπος, αυτός που απέμεινε («παρεσκεύαζον δὲ καὶ τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ-λιπής].
Greek Monotonic
περιλῐπής: -ές (περιλείπομαι), αυτός που απομένει, που διασώζεται, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
περιλῐπής: оставшийся, сохранившийся, уцелевший (π. τῆς φθορᾶς Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιλιπής -ές [περιλείπω] resterend.
Middle Liddell
περι-λῐπής, ές περιλείπομαι
surviving, Plat.