ζαχρεῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zachreios
|Transliteration C=zachreios
|Beta Code=zaxrei=os
|Beta Code=zaxrei=os
|Definition=ον, (χρεία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very needy</b>: c. gen., <b class="b3">ζ. ὁδοῦ</b> <b class="b2">one who wants to know</b> the way, <b class="b2">asks eagerly after</b> it, <span class="bibl">Theoc.25.6</span>.</span>
|Definition=ον, (χρεία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[very needy]]: c. gen., <b class="b3">ζ. ὁδοῦ</b> <b class="b2">one who wants to know</b> the way, <b class="b2">asks eagerly after</b> it, <span class="bibl">Theoc.25.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαχρεῖος Medium diacritics: ζαχρεῖος Low diacritics: ζαχρείος Capitals: ΖΑΧΡΕΙΟΣ
Transliteration A: zachreîos Transliteration B: zachreios Transliteration C: zachreios Beta Code: zaxrei=os

English (LSJ)

ον, (χρεία)

   A very needy: c. gen., ζ. ὁδοῦ one who wants to know the way, asks eagerly after it, Theoc.25.6.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr bedürftig, sehr verlangend, ὁδοῦ ὁδίτης, von einem eiligen Wanderer, Theocr. 25, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ζαχρεῖος: -ον, (χρεία) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, σφόδρα χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6· πρβλ. χρεῖος, ον, ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a grand besoin de, qui cherche.
Étymologie: ζα-, χρεία.

Greek Monolingual

ζαχρεῑος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη («ζαχρεῑος ὁδοῡ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρεία «ανάγκη»].

Greek Monotonic

ζαχρεῖος: -ον (χρεία), αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη κάποιου πράγματος· με γεν., ζαχρεῖος ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ζαχρεῖος:
1) самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);
2) весьма нуждающийся: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] zeer hulpbehoevend:; ζαχρεῖ ’ ἔπη woorden die vragen om hulp Aeschl. Suppl. 194; ook met gen.. ὁδοῦ ζαχρεῖον... ὁδίτην een reiziger die hulp nodig heeft bij het vinden van de weg Theocr. 25.6.

Middle Liddell

ζα-χρεῖος, ον χρεία
wanting much: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to know the way, Theocr.