δισσολογία: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(9) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dissologia | |Transliteration C=dissologia | ||
|Beta Code=dissologi/a | |Beta Code=dissologi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[repetition of words]], Sch.<span class="bibl">Od.1.406</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A repetition of words, Sch.Od.1.406.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, Wiederholung eines Wortes, Schol. Od. 1, 406. 12, 453.
Greek (Liddell-Scott)
δισσολογία: ἡ, ἐπανάληψις λέξεων, Ἐπιφάν. 1, σ. 22.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): διττ- Eust.105.15
repetición, redundanciade ideas o palabras, Epiph.Const.Haer.8.8.4, Didym.Gen.117.25, Sch.Er.Il.1.474a, 5.516, Sch.Od.1.406, Sch.D.T.12.28, Eust.l.c.
Greek Monolingual
και διττολογία, η (AM δισολογία και διττολογία)
γραμμ. η πλεοναστική επανάληψη λέξεως ή νοήματος με συνώνυμες λέξεις ή φράσεις («η λύπη, η θλίψη, ο πόνος»)
αρχ.
αμφισβήτηση, ασάφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -λογία < λόγος.