ποικιλοφόρμιγξ: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikiloformigks | |Transliteration C=poikiloformigks | ||
|Beta Code=poikilofo/rmigc | |Beta Code=poikilofo/rmigc | ||
|Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[accompanied by the various notes of the lyre]], ἀοιδά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>4.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:20, 30 June 2020
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A accompanied by the various notes of the lyre, ἀοιδά Pi.O.4.3.
German (Pape)
[Seite 650] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
accompagné des sons variés de la lyre.
Étymologie: ποικίλος, φόρμιγξ.
English (Slater)
ποικῐλοφόρμιγξ
1 with varied tones of the lyre ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς (O. 4.2)
Greek Monolingual
-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσο-φόρμιγξ)].
Greek Monotonic
ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που συνοδεύεται από ποικίλους τόνους της λύρας, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый переливами форминги (ἀοιδά Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλοφόρμιγξ -ιγγος [ποικίλος, φόρμιγξ] begeleid door gevarieerd citerspel.
Middle Liddell
ποικῐλο-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
accompanied by the various notes of the lyre, Pind.