προσαυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(4)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosavrizo
|Transliteration C=prosavrizo
|Beta Code=prosauri/zw
|Beta Code=prosauri/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">meet with</b>, νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ <span class="title">Trag.Adesp.</span>261 (ap.Hsch., who also has <b class="b3">προσαυρών· προστυχών</b>, and <b class="b3">προσηύρετο</b> (Phot. <b class="b3">προσαύρετο</b>) <b class="b3">· προσέτυχε, προσηγάγετο</b>).</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[meet with]], νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ <span class="title">Trag.Adesp.</span>261 (ap.Hsch., who also has <b class="b3">προσαυρών· προστυχών</b>, and <b class="b3">προσηύρετο</b> (Phot. <b class="b3">προσαύρετο</b>) <b class="b3">· προσέτυχε, προσηγάγετο</b>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:42, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαυρίζω Medium diacritics: προσαυρίζω Low diacritics: προσαυρίζω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΡΙΖΩ
Transliteration A: prosaurízō Transliteration B: prosaurizō Transliteration C: prosavrizo Beta Code: prosauri/zw

English (LSJ)

   A meet with, νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ Trag.Adesp.261 (ap.Hsch., who also has προσαυρών· προστυχών, and προσηύρετο (Phot. προσαύρετο) · προσέτυχε, προσηγάγετο).

German (Pape)

[Seite 752] = προσαυράω, tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.

Greek (Liddell-Scott)

προσαυρίζω: «προσαυρίζουσα χερσαία τροχῇ (Τραγ. Ἀποσπ. 204)· ὑπὸ τῆς αὔρας ἡ νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ· δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ., ἴδε (Kaib.), Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 402. ― Ἔχει προσέτι ὁ Ἡσύχιος ἀόρ. «προσαυρών· προστυχών»· καὶ «προσηύρετο (Φώτ. προσαύρετο)· προσέτυχε, προσηγάγετο».

Greek Monolingual

Α
συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. -ίζω. Η σημ. της λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί την υγρασία].

Russian (Dvoretsky)

προσαυρίζω: достигать, доходить, касаться (τινί Aesch.).