ναύφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nayfraktos
|Transliteration C=nayfraktos
|Beta Code=nau/fraktos
|Beta Code=nau/fraktos
|Definition=Att. ναύφαρκτος Phot. (<b class="b3">ναύφ</b>[… .]ος <span class="title">IG</span>12.296.30), ον: (φράσσω):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shipfenced]], <b class="b3">Ἰάνων ν. Ἄρης</b>, of the Greeks at Salamis, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>951</span> (lyr.); so <b class="b3">ν. ὅμιλος</b> ib.<span class="bibl">1029</span> (lyr.); στράτευμα <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1259</span>; στρατός <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>567</span>; <b class="b3">ναύφαρκτον βλέπειν</b> to look like a <b class="b2">ship of war</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>95</span>.</span>
|Definition=Att. ναύφαρκτος Phot. (<b class="b3">ναύφ</b>[… .]ος <span class="title">IG</span>12.296.30), ον: (φράσσω):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[shipfenced]], <b class="b3">Ἰάνων ν. Ἄρης</b>, of the Greeks at Salamis, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>951</span> (lyr.); so <b class="b3">ν. ὅμιλος</b> ib.<span class="bibl">1029</span> (lyr.); στράτευμα <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1259</span>; στρατός <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>567</span>; <b class="b3">ναύφαρκτον βλέπειν</b> to look like a [[ship of war]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>95</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:37, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύφρακτος Medium diacritics: ναύφρακτος Low diacritics: ναύφρακτος Capitals: ΝΑΥΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: naúphraktos Transliteration B: nauphraktos Transliteration C: nayfraktos Beta Code: nau/fraktos

English (LSJ)

Att. ναύφαρκτος Phot. (ναύφ[… .]ος IG12.296.30), ον: (φράσσω):—

   A shipfenced, Ἰάνων ν. Ἄρης, of the Greeks at Salamis, A.Pers.951 (lyr.); so ν. ὅμιλος ib.1029 (lyr.); στράτευμα E.IA1259; στρατός Ar.Eq.567; ναύφαρκτον βλέπειν to look like a ship of war, Id.Ach.95.

German (Pape)

[Seite 233] mit Schiffen umstellt, umschirmt, vertheidigt; ὅμιλος, Aesch. Pers. 986; Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης, 950; στράτευμα ναύφρακτον, Eur. I. A. 1259; bei Ar. Ach. 95, ναύφρακτον βλέπεις, wird »du siehst wie aus dem Ruderloch« übersetzt, vgl. den Schol., der bemerkt, daß ὁ ναυτικὸς στρατός auch ναύφρακτος heiße; wahrscheinlich ist mit dem Schol. eine komische Maske, ὀφθαλμὸν ἔχων ἕνα ἐπὶ παντὸς τοῦ προσώπου, anzunehmen, als Karrikaturdarstellung der ὀφθαλμοί des großen Königs; Dind. hat aus Phot. ναύφαρκτον aufgenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφρακτος: -ον, (φράσσω) ὁ ὑπὸ πλοίων πεφραγμένος, Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης, ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Σαλαμῖνι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 950· οὕτω, ν. ὅμιλος αὐτόθι 1027· στράτευμα Εὐρ. Ι. Α. 1259· στρατὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 567· - ναύφρακτον βλέπειν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφθαλμὸς Ι), «ἐπὶ τοῦ περιαθροῦντος καὶ σεμνῶς ἰόντος» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Φωτίῳ ἀποκαθιστᾷ τὸν Ἀττικ. τύπον ναύφαρκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
défendu par des vaisseaux, muni de vaisseaux.
Étymologie: ναύτης, φράσσω.

Greek Monolingual

ναύφρακτος και αττ. τ. ναύφαρκτος, -ον (Α)
1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία
2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος»
3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῡσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ξυλό-φρακτος].

Greek Monotonic

ναύφρακτος: (φράσσω), Αττ. ναύ-φαρκτος, -ον, αυτός που βρίσκεται περιφραγμένος από πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.· στρατός, σε Αριστοφ.· ναύφρακτον βλέπειν, μοιάζω με πολεμικό πλοίο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ναύφρακτος: защищенный кораблями, огражденный своим флотом (ὅμιλος Aesch.; στράτευμα Eur.; στρατός Arph.): ναύφρακτον βλέπειν Arph. предполож. глядеть словно целый флот, т. е. грозно, воинственно.

Middle Liddell

ναύ-φρακτος, αττιξ ναύ-φαρκτος, ον φράσσω
ship-fenced, Aesch., Eur.; στρατός Ar.:— ναύφρακτον βλέπειν to look like a ship of war, Ar.