ψηλαφητός: Difference between revisions

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
(47c)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psilafitos
|Transliteration C=psilafitos
|Beta Code=yhlafhto/s
|Beta Code=yhlafhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be felt</b>, <b class="b3">σκότος</b> LXX.<span class="title">Ex.</span>10.21 (so <b class="b3">ψηλαφῆσαι σκότος</b> ib.<span class="title">Jb.</span>12.25).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that can be felt]], <b class="b3">σκότος</b> LXX.<span class="title">Ex.</span>10.21 (so <b class="b3">ψηλαφῆσαι σκότος</b> ib.<span class="title">Jb.</span>12.25).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:11, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηλᾰφητός Medium diacritics: ψηλαφητός Low diacritics: ψηλαφητός Capitals: ΨΗΛΑΦΗΤΟΣ
Transliteration A: psēlaphētós Transliteration B: psēlaphētos Transliteration C: psilafitos Beta Code: yhlafhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be felt, σκότος LXX.Ex.10.21 (so ψηλαφῆσαι σκότος ib.Jb.12.25).

German (Pape)

[Seite 1396] adj. verb. von ψηλαφάω, 1) berührt, betastet, betappt. – 2) durch Berühren, Betasten erkannt, erkennbar, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψηλᾰφητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ψηλαφητὸν σκότος, ὅταν ἀναγκάζηταί τις νὰ ψηλαφᾷ ὅπως εὕρῃ τι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι. 21)· οὕτω, ψηλαφᾶν σκότος αὐτόθι (Ἰὼβ ΙΒ΄, 25). -Ἐπίρρ. ψηλαφητῶς, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. σ. 501.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψηλαφητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψηλαφώ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή απόδειξη»)
αρχ.
φρ. «ψηλαφητὸν σκότος» — σκοτάδι τόσο πυκνό που δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει παρά μόνο ψάχνοντας με τα χέρια (ΠΔ).
επίρρ...
ψηλαφητά / ψηλαφητῶς, ΝΜΑ
αγγίζοντας ελαφρά με τα δάχτυλα
νεοελλ.
μτφ. στα τυφλά.