ἐναντιώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(11) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enantionymos | |Transliteration C=enantionymos | ||
|Beta Code=e)nantiw/numos | |Beta Code=e)nantiw/numos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[having an opposite name]], ib.<span class="bibl">9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:25, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A having an opposite name, ib.9.
German (Pape)
[Seite 827] mit entgegengesetzten Namen, Nicom. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιώνυμος: -ον, ἔχων ἐναντίον ἢ ἀντίθετον ὄνομα, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 78, ὁ αὐτὸς ἔχει (ἐν σ. 80) καὶ ῥῆμα ἐναντιωνῠμέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
mat. que tiene la denominación contraria de algunos números con relación a sus partes, Nicom.Ar.1.9.
Greek Monolingual
ἐναντιώνυμος, -ον (Α)
(για τη σχέση μεταξύ άρτιων και περιττών αριθμών) ο αριθμός που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως άρτιος-περιττός.