ἐφετινός: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efetinos | |Transliteration C=efetinos | ||
|Beta Code=e)fetino/s | |Beta Code=e)fetino/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[yearling]], of animals, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>141 vi 9</span>, al. (vi A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[yearling]], of animals, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>141 vi 9</span>, al. (vi A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[of the present year]], χόρτος <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1482.12</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό και [[φετινός]], -ή, -ό (ΑΜ [[ἐφετινός]], -ή, -όν, Μ και ὀφετινὸς και '[[φετινός]]) [[εφέτος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον [[έτος]] («φετινή [[σοδειά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τωρινός]], [[σύγχρονος]], [[καινούργιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>πάπ.</b> ο ηλικίας ενός έτους. | |mltxt=-ή, -ό και [[φετινός]], -ή, -ό (ΑΜ [[ἐφετινός]], -ή, -όν, Μ και ὀφετινὸς και '[[φετινός]]) [[εφέτος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον [[έτος]] («φετινή [[σοδειά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τωρινός]], [[σύγχρονος]], [[καινούργιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>πάπ.</b> ο ηλικίας ενός έτους. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A yearling, of animals, PMasp.141 vi 9, al. (vi A.D.). II of the present year, χόρτος POxy.1482.12 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -ό και φετινός, -ή, -ό (ΑΜ ἐφετινός, -ή, -όν, Μ και ὀφετινὸς και 'φετινός) εφέτος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρέχον έτος («φετινή σοδειά»)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) τωρινός, σύγχρονος, καινούργιος
μσν.
πάπ. ο ηλικίας ενός έτους.