ἡλιαία: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[supreme court at Athens]]<br />See also: s. [[ἁλής]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:33, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ, at Athens,
A public place or hall, in which the chief law-court was held, ἐν ἡλιαίᾳ Ar.Eq.897; ἀναβὰς εἰς τὴν ἡ. τὴν τῶν θεσμοθετῶν prob. in Antipho 6.21, cf. IG12.39.75,63.14. 2 Ἡλιαία, supreme court at Athens, Lex Solonis ap. Lys.10.16, Lex ap.D.21.47, Paus.1.28.8, etc. II = ἁλία (A) (q.v.). III ἡλιαίη, = ἀλέα (B), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1160] ἡ, in Athen die Halle, der öffentliche Ort, wo das höchste Gericht über Staatsverbrechen, das aus 500, hernach aus 1000 u. 1500 Richtern bestand, seine Versammlungen u. Sitzungen hielt; auch das Gericht selbst; es ist dabei nicht an den sonnigen Ort zu denken, worauf das Wortspiel Ar. Vesp. 772 (s. ἡλιάζω) führen könnte, sondern an ἁλής, ἁλίζομαι, der Versammlungsort, vgl. Harpocr. u. B. A. 310; Lys. 10, 16 u. a. Redner. S. Hermann griech. Staatsalterth. §. 134 u. Jo. Theod. Vömel de Heliaea, Frankfurt 1820.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιαία: ἡ, ἐν Ἀθήναις, δημόσιος τόπος, ἐν ᾧ συνήδρευε τὸ μέγιστον δικαστήριον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 897∙ πρβλ. ἡλιάζομαι. 2) τὸ ἀνώτατον δικαστήριον, ἐν ᾧ ἐδικάζοντο πᾶσαι αἱ ὑποθέσεις αἱ ὑποκείμεναι εἰς δημοσίαν καταγγελίαν (γραφήν), οἷον ἡ ὕβρις, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 19. - Ὁ κανονικὸς ἀριθμὸς τῶν Ἡλιαστῶν ἦτο 6000, κατ΄ ἔτος ἐκλεγόμενοι διὰ κλήρου ἐκ τῶν πολιτῶν τῶν ὑπὲρ τὰ 30 ἔτη γεγονότων. Τὸ ὅλον σωματεῖον ὑποδιῃρέθη εἰς 10 τμήματα ἐκ 500 ἕκαστον (ὑπολειπομένων 1000 πρὸς ἀναπλήρωσιν) καὶ ἕκαστος Ἡλιαστὴς ἐλάμβανε μισθὸν τριώβολον ἑκάστην ἡμέραν. ΙΙ. = ἁλία, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἡλιαία και ιων. τ. ἡλιαίη, ἡ (Α)
1. δημόσιος τόπος στην Αθήνα όπου συνεδρίαζε το ανώτατο ορκωτό δικαστήριο
2. το ανώτατο λαϊκό δικαστήριο στην Αθήνα
3. αλία(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αλής].
Ἡλιαῑα, τά (Α)
εορτή του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλιος + κατάλ. -αία, κατά τα Παναθήναια, Λήναια].
Greek Monotonic
ἡλιαία: ἡ,
1. στην Αθήνα, δημόσιος χώρος στον οποίο συγκαλούνταν το ανώτατο δικαστήριο, σε Αριστοφ.
2. το ανώτατο δικαστήριο, σε Νόμ. παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιαία: ἡ гелиея, суд гелиастов (суд присяжных в Афинах в составе 6000 человек; гелиасты ежегодно переизбирались из числа афинян, достигших 30-летнего возраста, по 600 от каждой из 10 фил; ἡ. делилась на 10 секций по 500 человек в каждой; 1000 членов ее оставлялись вне этого распределения, в качестве резерва) Lys., Dem.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: supreme court at Athens
See also: s. ἁλής.
Middle Liddell
ἡλιαία, ἡ,
1. at Athens, a public place or hall, in which the chief law-court was held, Ar.
2. the supreme court, ap. Dem.
Frisk Etymology German
ἡλιαία: {hēliaía}
Grammar: f.
Meaning: ‘Versammlung (der Richter), Volksgericht, Gerichtshof’
See also: s. ἁλής.
Page 1,630