ἀοιδοθέτης: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aoidothetis | |Transliteration C=aoidothetis | ||
|Beta Code=a)oidoqe/ths | |Beta Code=a)oidoqe/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[lyric poet]], AP7.50 (Archim.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:00, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A lyric poet, AP7.50 (Archim.).
German (Pape)
[Seite 272] ὁ, Liederdichter (wie νομοθέτης), Archimel. 2 (VII, 50).
Greek (Liddell-Scott)
ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ, λυρικὸς ποιητής, Ἀνθ. Π. 7. 50· πρβλ. ὑμνοθέτης, νομοθέτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui compose des chants, poète lyrique.
Étymologie: ἀοιδή, τίθημι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ poeta, AP 7.50 (Archimel.).
Greek Monolingual
ἀοιδοθέτης, ο (Α)
αυτός που συνθέτει ωδές, ο λυρικός ποιητής.
Greek Monotonic
ἀοιδοθέτης: -ου, ὁ (τίθημι), ποιητής που καλλιεργεί το είδος της λυρικής ποίησης, λυρικός ποιητής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀοιδοθέτης: ου ὁ слагатель песен, песнопевец Anth.