ἀποβατικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apovatikos
|Transliteration C=apovatikos
|Beta Code=a)pobatiko/s
|Beta Code=a)pobatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for an</b> ἀποβάτης, ἀγών <span class="title">IG</span>9(2).527,531 (Larissa). Adv. -κῶς <span class="bibl"><span class="title">EM</span>124.31</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for an]] ἀποβάτης, ἀγών <span class="title">IG</span>9(2).527,531 (Larissa). Adv. -κῶς <span class="bibl"><span class="title">EM</span>124.31</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:03, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβᾰτικός Medium diacritics: ἀποβατικός Low diacritics: αποβατικός Capitals: ΑΠΟΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apobatikós Transliteration B: apobatikos Transliteration C: apovatikos Beta Code: a)pobatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for an ἀποβάτης, ἀγών IG9(2).527,531 (Larissa). Adv. -κῶς EM124.31.

German (Pape)

[Seite 297] dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀποβάτης.

Spanish (DGE)

-ή -όν
apobático, a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie ἀγών IG 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. Corinth.8(1).15.32, SIG 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica Sud., ἡνίοχος EM 124.35G.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀποβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την απόβαση ή ο κατάλληλος γι' αυτήν («αποβατικά σκάφη, δυνάμεις, επιχειρήσεις»)
μσν.
αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο κατάλληλος γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποβαίνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].