απόβαση

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

η (AM ἀπόβασις) αποβαίνω
επιθετική ενέργεια με στόχο την αποβίβαση στρατιωτικών δυνάμεων σε εχθρική ακτή για τη δημιουργία σταθερού προγεφυρώματος
αρχ.
1. η αποβίβαση από τα πλοία στην ξηρά
2. κατάλληλο μέρος για αποβίβαση
3. διέξοδος, δρόμος για διαφυγή
4. έκβαση, αποτέλεσμα.