απόβαση

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

η (AM ἀπόβασις) αποβαίνω
επιθετική ενέργεια με στόχο την αποβίβαση στρατιωτικών δυνάμεων σε εχθρική ακτή για τη δημιουργία σταθερού προγεφυρώματος
αρχ.
1. η αποβίβαση από τα πλοία στην ξηρά
2. κατάλληλο μέρος για αποβίβαση
3. διέξοδος, δρόμος για διαφυγή
4. έκβαση, αποτέλεσμα.