ἐτυμολογικός: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etymologikos | |Transliteration C=etymologikos | ||
|Beta Code=e)tumologiko/s | |Beta Code=e)tumologiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[belonging to]] <b class="b3">ἐτυμολογία</b>, <span class="bibl">Eust.1799.25</span>; -<b class="b3">κά, τά</b>, title of work by Chrysipp. (<span class="title">Stoic.</span>2.9, al.); <b class="b3">ἡ-κή</b> [[the science of etymology]], Varro <span class="title">LL</span>7.109; τὸ -κόν <b class="b2">an etymological dictionary</b>, EM212.13 (pl.), Sch.<span class="bibl">Il.13.130</span> (pl.), etc. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.396.15</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to ἐτυμολογία, Eust.1799.25; -κά, τά, title of work by Chrysipp. (Stoic.2.9, al.); ἡ-κή the science of etymology, Varro LL7.109; τὸ -κόν an etymological dictionary, EM212.13 (pl.), Sch.Il.13.130 (pl.), etc. Adv. -κῶς Eust.396.15.
German (Pape)
[Seite 1053] ή, όν, zur Etymologie gehörig, darin geschickt, Schol.; τὰ ἐτυμολογικά, Bücher darüber, Schol. Il. 13, 130. Auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτυμολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐτυμολογίαν, Εὐστ. 1789. 25· ἡ -κή, ἡ ἐπιστήμη τῆς ἐτυμολογίας, Varro. L. L.· τὸ -κόν, ἐτυμολογ. λεξικόν· - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 396. 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, -ή, -όν)
ετυμολόγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική
η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό
το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή τών λέξεων από άλλες με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., καθώς και με τη σύνθεση τών λέξεων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐτυμολογικόν
ετυμολογικό λεξικό.
επίρρ...
ετυμολογικώς (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)
από την άποψη του ετύμου, ως προς το έτυμον μιας λέξεως.