ἀριστόβουλος: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aristovoulos | |Transliteration C=aristovoulos | ||
|Beta Code=a)risto/boulos | |Beta Code=a)risto/boulos | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[best in counsel]], epith. of Artemis at Melite, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>22</span>, cf. <span class="bibl">Artem.2.37</span>; at Rhodes, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.54</span>:—hence Ἀριστοβου-λῐασταί, οἱ, a confraternity of her worshippers, <span class="title">IG</span>12(1).163 (Rhodes).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:31, 1 July 2020
English (LSJ)
η, ον,
A best in counsel, epith. of Artemis at Melite, Plu.Them.22, cf. Artem.2.37; at Rhodes, Porph.Abst.2.54:—hence Ἀριστοβου-λῐασταί, οἱ, a confraternity of her worshippers, IG12(1).163 (Rhodes).
German (Pape)
[Seite 352] (βουλή), am besten rathend, dazu fem. ἀριστοβούλη Beiname der Artemis, Plut. Them. 22. Bei Artemidor. 2, 37 nom. pr. = Νέμεσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστόβουλος: -η, -ον, ὁ ἄριστα βουλευόμενός τινι, ἠνίασε δὲ τοὺς πολλοὺς καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν εἰσάμενος, ἥν Ἀριστοβούλην μὲν προσηγόρευσεν (ὁ Θεμιστοκλῆς) ὡς ἄριστα τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἕλλησι βουλευσάμενος κτλ. Πλουτ. Θεμ. 22: ― Οὐσιαστ. ἀριστοβουλία, ἡ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8750.
Greek Monolingual
ἀριστόβουλος, -η, -ον (Α)
αυτός που δίνει άριστες συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + βουλή < βούλομαι «θέλω, απαιτώ»].
Greek Monotonic
ἀριστόβουλος: -η, -ον (βουλή), αυτός που έχει άριστη γνώμη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστόβουλος: подающий наилучшие советы (эпитет Артемиды) Plut.