εὐαίνετος: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(14) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evainetos | |Transliteration C=evainetos | ||
|Beta Code=eu)ai/netos | |Beta Code=eu)ai/netos | ||
|Definition=ον, (αἰνέω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (αἰνέω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[much-extolled]], μέριμνα <span class="bibl">B.18.11</span>; ἵππος <span class="bibl">Antim. 25</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:51, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, (αἰνέω)
A much-extolled, μέριμνα B.18.11; ἵππος Antim. 25.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαίνετος: καὶ εὐαίνητος, ον, (αἰνέω) ὁ πολυαίνετος. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).
Greek Monolingual
εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)
πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυ-αίνετος].