ξυνόφρων: Difference between revisions
From LSJ
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksynofron | |Transliteration C=ksynofron | ||
|Beta Code=cuno/frwn | |Beta Code=cuno/frwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[friendly-minded]], of Apollo, <span class="title">AP</span>9.525.15.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:55, 1 July 2020
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A friendly-minded, of Apollo, AP9.525.15.
German (Pape)
[Seite 282] ονος, gleiches Sinnes für Alle, Apollo, Hymn. (IX, 525, 15).
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φίλα φρονῶν, Ἀνθ. Π. 9. 525, 15.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a les mêmes sentiments pour tous (ép. d’Apollon).
Étymologie: ξυνός, φρήν.
Greek Monolingual
ξυνόφρων, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει όμοια γνώμη για όλους, την ίδια φιλική διάθεση προς όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ξῡνόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει φιλική διάθεση, συναινετική διάθεση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξῡνόφρων: 2, gen. ονος одинаково благосклонный ко всем (эпитет Аполлона) Anth.