τετρακέρατος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(41)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrakeratos
|Transliteration C=tetrakeratos
|Beta Code=tetrake/ratos
|Beta Code=tetrake/ratos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">four-horned</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>77</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[four-horned]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>77</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκέρᾱτος Medium diacritics: τετρακέρατος Low diacritics: τετρακέρατος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: tetrakératos Transliteration B: tetrakeratos Transliteration C: tetrakeratos Beta Code: tetrake/ratos

English (LSJ)

ον,

   A four-horned, Orph.Fr.77.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.

Greek (Liddell-Scott)

τετρακέρατος: -ον, = τετράκερως, Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρακέρατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες
μσν.
αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. δι-κέρατος. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει τέσσερα καράτια» < τετρ(α)- + κεράτιον «καράτι»].